- ὑαλίνη
- ὑάλινοςof crystalfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υαλίνη — η, Ν (βιοχ.) διαφανής ομογενής άμορφη μάζα, που απαντά στη θεμέλια ουσία τών χόνδρων, στο υαλοειδές σώμα τού ματιού, στη βλεννίνη και στο γλυκογόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyaline (< ύαλος + κατάλ. ίνη)] … Dictionary of Greek
ὑαλίνῃ — ὑάλινος of crystal fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υάλινος — η, ο / ὑάλινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑέλινος και ὑέλλινος, Α γυάλινος αρχ. διαφανής και στιλπνός σαν το γυαλί («καὶ ἐνώπιον τοῡ θρόνου ὡς θάλασσα ὑαλίνη», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλλος / ὕελος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek